μεγαηλεκτρονιοβόλτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαηλεκτρονιοβόλτ < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική megaelectron volt < αρχαία ελληνική μέγας + ἤλεκτρον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγαηλεκτρονιοβόλτ ουδέτερο άκλιτο
- (φυσική) ένα εκατομμύριο ηλεκτρονιοβόλτ (συντομογραφία: MeV)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαηλεκτρονιοβόλτ
Κατηγορίες:
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)