μεγαλέμπορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλέμπορος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεγαλέμπορος < μεγαλ- + ἔμπορος (έμπορος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.ɣaˈlem.bo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γα‐λέ‐μπο‐ρος
- παλιότερος συλλαβισμός : με‐γα‐λέμ‐πο‐ρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγαλέμπορος αρσενικό ή θηλυκό (και αρσενικό μεγαλέμπορας προφορικά)
- (επάγγελμα) αυτός που ασχολείται με το εμπόριο χονδρικής, συχνά εισάγει εκείνος τα εμπορεύματα που διακινεί
- (επάγγελμα) εκείνος που διακινεί μεγάλες ποσότητες και αγοράζει χονδρικά, ενώ παράλληλα διαθέτει και σειρά καταστημάτων λιανικής πώλησης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μεγαλ- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μεγαλ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έμπορος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έμπορος (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)