μεγαλέμπορος
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | μεγαλέμπορος | μεγαλέμποροι |
γενική | μεγαλεμπόρου | μεγαλεμπόρων |
αιτιατική | μεγαλέμπορο | μεγαλεμπόρους |
κλητική | μεγαλέμπορε | μεγαλέμποροι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλέμπορος < ελληνιστική κοινή λέξη από το μεγάλ(ος) και ἔμπορος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγαλέμπορος αρσενικό ή θηλυκό (και μεγαλέμπορας προφορικά)
- αυτός που ασχολείται με το εμπόριο χονδρικής, συχνά εισάγει εκείνος τα εμπορεύματα που διακινεί και έχει ακμαία επιχείρηση
- εκείνος που διακινει μεγάλες ποσότητες και αγοράζει χονδρικά, ενώ παράλληλα διαθέτει και σειρά καταστημάτων λιανικής πώλησης