μεγαλέμπορος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγαλέμπορος οι μεγαλέμποροι
      γενική του μεγαλεμπόρου
μεγαλέμπορου
των μεγαλεμπόρων
    αιτιατική τον μεγαλέμπορο τους μεγαλεμπόρους
μεγαλέμπορους
     κλητική μεγαλέμπορε μεγαλέμποροι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγαλέμπορος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεγαλέμπορος < μεγαλ- + ἔμπορος (έμπορος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.ɣaˈlem.bo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐γα‐λέ‐μπο‐ρος
παλιότερος συλλαβισμός: με‐γα‐λέμ‐πο‐ρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεγαλέμπορος αρσενικό ή θηλυκό (και αρσενικό μεγαλέμπορας προφορικά)

  1. (επάγγελμα) αυτός που ασχολείται με το εμπόριο χονδρικής, συχνά εισάγει εκείνος τα εμπορεύματα που διακινεί
  2. (επάγγελμα) εκείνος που διακινεί μεγάλες ποσότητες και αγοράζει χονδρικά, ενώ παράλληλα διαθέτει και σειρά καταστημάτων λιανικής πώλησης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]