μεγαλειότατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | μεγαλειότατος | μεγαλειότατοι |
γενική | μεγαλειότατου | μεγαλειότατων |
αιτιατική | μεγαλειότατο | μεγαλειότατους |
κλητική | μεγαλειότατε | μεγαλειότατοι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλειότατος < υπερθετικός βαθμός του μεγαλείος (μεσαιωνική ελληνική)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγαλειότατος αρσενικό, μεγαλειοτάτη θηλυκό
- τίτλος για βασιλιά (ή βασίλισσα)
[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Η χρήση του ως επιθέτου στο ουδέτερο γένος είναι πολύ σπάνια. Συνήθως χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό και με κεφαλαίο αρχικό για να δηλωθεί ή να προσφωνηθεί ο βασιλιάς ή η βασίλισσα.