μεγαλοδικηγόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγαλοδικηγόρος αρσενικό
- (οικείο) φημισμένος δικηγόρος που αναλαμβάνει πολύκροτες ή / και δύσκολες υποθέσεις με επιτυχία και αμείβεται με υψηλή αμοιβή