μεγαλοεπιχειρηματίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | μεγαλοεπιχειρηματίας | οι | μεγαλοεπιχειρηματίες |
γενική | του/της | μεγαλοεπιχειρηματία | των | μεγαλοεπιχειρηματιών |
αιτιατική | τον/τη | μεγαλοεπιχειρηματία | τους/τις | μεγαλοεπιχειρηματίες |
κλητική | μεγαλοεπιχειρηματία | μεγαλοεπιχειρηματίες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλοεπιχειρηματίας < μεγάλος + επιχειρηματίας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγαλοεπιχειρηματίας αρσενικό ή θηλυκό
- άτομο με επιχειρηματικές δραστηριότητες μεγάλης κλίμακας, που συνήθως δραστηριοποιείται παράλληλα σε διάφορους κλάδους
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαλοεπιχειρηματίας
|