μεγαλοκαρδία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλοκαρδία < λόγιο ενδογενές δάνειο: megalocardia < αρχαία ελληνική μεγάλος + καρδία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγαλοκαρδία θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του καρδιομεγαλία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαλοκαρδία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)