μεγαλομανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλομανία < μεγαλομανής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγαλομανία θηλυκό
- η μανία με τα μεγαλεία, την πολυτέλεια, το χαρακτηριστικό πρόβλημα του μεγαλομανούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαλομανία