μεγαλοπαράγων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγαλοπαράγων οι μεγαλοπαράγοντες
      γενική του μεγαλοπαράγοντος των μεγαλοπαραγόντων
    αιτιατική τον μεγαλοπαράγοντα τους μεγαλοπαράγοντες
     κλητική μεγαλοπαράγων
μεγαλοπαράγον*
μεγαλοπαράγοντες
* Κατά την αρχαία κλίση.
Δείτε και την κλίση του νεότερου μεγαλοπαράγοντας.
Κατηγορία όπως «θεράπων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγαλοπαράγων < μεγαλο- + παράγων

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.ɣa.lo.paˈɾa.ɣon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐γα‐λο‐πα‐ρά‐γων

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεγαλοπαράγων αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]