μεγαλοπιάνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγαλοπιάνομαι < πιάνομαι από μεγάλους

Ρήμα[επεξεργασία]

μεγαλοπιάνομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. εμφανίζομαι ότι ανήκω σε ανώτερη οικονομική τάξη από εκείνην στην οποία ανήκω, αλαζονεύομαι
  2. (παρωχημένο) φαντάζομαι ή υποστηρίζω ότι κατάγομαι από ευγενείς και ευπόρους
  3. (παρωχημένο) είμαι παιδί αλλά παριστάνω τον ενήλικα, είμαι μικρομέγαλος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]