μεγαλοφέρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
μεγαλοφέρνω
- (λαϊκότροπο, σκωπτικό) δείχνω μεγάλος, ίσως μεγαλύτερος από την ηλικία μου (όχι για παιδιά, μόνον για ενηλίκους)
- (κατ’ επέκταση) μεγαλοδείχνω
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαλοφέρνω
|
- ↑ μεγαλοφέρνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας