μεγαλόσχημος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλόσχημος η μεγαλόσχημη το μεγαλόσχημο
      γενική του μεγαλόσχημου της μεγαλόσχημης του μεγαλόσχημου
    αιτιατική τον μεγαλόσχημο τη μεγαλόσχημη το μεγαλόσχημο
     κλητική μεγαλόσχημε μεγαλόσχημη μεγαλόσχημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλόσχημοι οι μεγαλόσχημες τα μεγαλόσχημα
      γενική των μεγαλόσχημων των μεγαλόσχημων των μεγαλόσχημων
    αιτιατική τους μεγαλόσχημους τις μεγαλόσχημες τα μεγαλόσχημα
     κλητική μεγαλόσχημοι μεγαλόσχημες μεγαλόσχημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγαλόσχημος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μεγαλόσχημος (για μοναχική βαθμίδα) < αρχαία ελληνική μεγαλόσχημος. Συγχρονικά αναλύεται σε μεγαλό- + σχήμ(α) + -ος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.ɣaˈlo.sçi.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐γα‐λό‐σχη‐μος

Επίθετο[επεξεργασία]

μεγαλόσχημος, -η, -ο

  1. (συνήθως ειρωνικά) που έχει υψηλό αξίωμα
  2. (χριστιανισμός) μοναχός που υπάγεται στην ανώτερη ιεραρχικά μοναχική βαθμίδα
  3. (ειρωνικό) που παριστάνει ότι έχει υψηλή θέση
     συνώνυμα: σπουδαιοφανής

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. μεγαλόσχημος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγαλόσχημος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μεγαλόσχημος (ελληνιστική σημασία) < (μέγας) μεγαλό- + σχῆμ(α) + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

μεγαλόσχημος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μεγαλόσχημος τὸ μεγαλόσχημον
      γενική τοῦ/τῆς μεγαλοσχήμου τοῦ μεγαλοσχήμου
      δοτική τῷ/τῇ μεγαλοσχήμ τῷ μεγαλοσχήμ
    αιτιατική τὸν/τὴν μεγαλόσχημον τὸ μεγαλόσχημον
     κλητική ! μεγαλόσχημε μεγαλόσχημον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μεγαλόσχημοι τὰ μεγαλόσχημ
      γενική τῶν μεγαλοσχήμων τῶν μεγαλοσχήμων
      δοτική τοῖς/ταῖς μεγαλοσχήμοις τοῖς μεγαλοσχήμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μεγαλοσχήμους τὰ μεγαλόσχημ
     κλητική ! μεγαλόσχημοι μεγαλόσχημ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μεγαλοσχήμω τὼ μεγαλοσχήμω
      γεν-δοτ τοῖν μεγαλοσχήμοιν τοῖν μεγαλοσχήμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγαλόσχημος < (μέγας) μεγαλό- + σχῆμ(α) + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

μεγαλόσχημος, -ος, -ον

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]