μεγαλόφωνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλόφωνα < μεγαλόφωνος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
μεγαλόφωνα
- με δυνατή φωνή, λέγοντας κάτι έτσι, ώστε να ακουστεί
- ―Τι είπες;
- ―Τίποτα, μη δίνεις σημασία. Απλώς σκέφτομαι μεγαλόφωνα.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαλόφωνα