μεγαλύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγαλύνω < μεσαιωνική ελληνική μεγαλύνω (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική μεγαλύνω < μέγας + -ύνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.ɣaˈli.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

μεγαλύνω (παθητική φωνή: μεγαλύνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]