μεγαλώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγαλώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος μεγαλώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

μεγαλώνομαι

Κλίση[επεξεργασία]