μεγαλώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μεγαλώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος μεγαλώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
μεγαλώνομαι
- με ανατρέφουν και ωριμάζω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεγαλώνομαι | μεγαλωνόμουν(α) | θα μεγαλώνομαι | να μεγαλώνομαι | ||
β' ενικ. | μεγαλώνεσαι | μεγαλωνόσουν(α) | θα μεγαλώνεσαι | να μεγαλώνεσαι | (μεγαλώνου) | |
γ' ενικ. | μεγαλώνεται | μεγαλωνόταν(ε) | θα μεγαλώνεται | να μεγαλώνεται | ||
α' πληθ. | μεγαλωνόμαστε | μεγαλωνόμαστε μεγαλωνόμασταν |
θα μεγαλωνόμαστε | να μεγαλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | μεγαλώνεστε | μεγαλωνόσαστε μεγαλωνόσασταν |
θα μεγαλώνεστε | να μεγαλώνεστε | (μεγαλώνεστε) | |
γ' πληθ. | μεγαλώνονται | μεγαλώνονταν μεγαλωνόντουσαν |
θα μεγαλώνονται | να μεγαλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεγαλώθηκα | θα μεγαλωθώ | να μεγαλωθώ | μεγαλωθεί | ||
β' ενικ. | μεγαλώθηκες | θα μεγαλωθείς | να μεγαλωθείς | μεγαλώσου | ||
γ' ενικ. | μεγαλώθηκε | θα μεγαλωθεί | να μεγαλωθεί | |||
α' πληθ. | μεγαλωθήκαμε | θα μεγαλωθούμε | να μεγαλωθούμε | |||
β' πληθ. | μεγαλωθήκατε | θα μεγαλωθείτε | να μεγαλωθείτε | μεγαλωθείτε | ||
γ' πληθ. | μεγαλώθηκαν μεγαλωθήκαν(ε) |
θα μεγαλωθούν(ε) | να μεγαλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μεγαλωθεί | είχα μεγαλωθεί | θα έχω μεγαλωθεί | να έχω μεγαλωθεί | μεγαλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις μεγαλωθεί | είχες μεγαλωθεί | θα έχεις μεγαλωθεί | να έχεις μεγαλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μεγαλωθεί | είχε μεγαλωθεί | θα έχει μεγαλωθεί | να έχει μεγαλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μεγαλωθεί | είχαμε μεγαλωθεί | θα έχουμε μεγαλωθεί | να έχουμε μεγαλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μεγαλωθεί | είχατε μεγαλωθεί | θα έχετε μεγαλωθεί | να έχετε μεγαλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μεγαλωθεί | είχαν μεγαλωθεί | θα έχουν μεγαλωθεί | να έχουν μεγαλωθεί |