μεγασεισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγασεισμός οι μεγασεισμοί
      γενική του μεγασεισμού των μεγασεισμών
    αιτιατική τον μεγασεισμό τους μεγασεισμούς
     κλητική μεγασεισμέ μεγασεισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγασεισμός < μεγα- + σεισμός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.ɣa.siˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐γα‐σει‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεγασεισμός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr