μεγεθολόγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεγεθολόγιο τα μεγεθολόγια
      γενική του μεγεθολόγιου
μεγεθολογίου
των μεγεθολόγιων
μεγεθολογίων
    αιτιατική το μεγεθολόγιο τα μεγεθολόγια
     κλητική μεγεθολόγιο μεγεθολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγεθολόγιο < μεγεθ(ος) + -ο- + -λόγιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεγεθολόγιο ουδέτερο

  • κατάλογος με μεγέθη, συνήθως ρούχων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]