μεγεθυντικός
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγεθυντικός < μεγεθύνω
Επίθετο[επεξεργασία]
μεγεθυντικός
- που προκαλεί την αύξηση των διαστάσεων
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγεθυντικός