μεθανίτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεθανίτικος < Μεθανίτ(ης) + -ικος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.θaˈni.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐θα‐νί‐τι‐κος
Επίθετο[επεξεργασία]
μεθανίτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τα Μέθανα ή τους κατοίκους τους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεθανίτικος
|