μεθευρετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεθευρετικός < μεθ- + ευρετικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική metaheuristic / metaheuristical)
Επίθετο[επεξεργασία]
μεθευρετικός, -ή, -ό
- (μαθηματικά, νεολογισμός) που αφορά αλγόριθμο / μέθοδο επίλυσης που συνδυάζει διαδικασίες ευρετικού (heuristic) αλγορίθμου και άλλες στρατηγικές, προκειμένου να βρεθεί μια αρκετά καλή λύση σε ένα πρόβλημα βελτιστοποίησης, ειδικά με ελλιπείς ή ατελείς πληροφορίες ή περιορισμένη υπολογιστική ικανότητα
- (μαθηματικά, νεολογισμός) (ουσιαστικοποιημένο) μεθευρετική
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Metaheuristic στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεθευρετικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μεθ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)