μεθοκοπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεθοκοπώ < μεθ(ώ) + -ο- + -κοπώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.θo.koˈpo/

Ρήμα[επεξεργασία]

μεθοκοπώ, πρτ.: μεθοκοπούσα/μεθοκόπαγα, αόρ.: μεθοκόπησα, χωρίς παθητική φωνή

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]