μεθυσμενάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεθυσμενάκι τα μεθυσμενάκια
      γενική
    αιτιατική το μεθυσμενάκι τα μεθυσμενάκια
     κλητική μεθυσμενάκι μεθυσμενάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεθυσμενάκι < μεθυσμέν(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.θi.zmeˈna.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐θυ‐σμε‐νά‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεθυσμενάκι ουδέτερο

  • (οικείο) μεθυσμένος σε κατάσταση ευφορίας
    ※  κι ύστερα το βραδάκι μεθυσμενάκι στα καπηλειά (τραγούδι Τζαμάικα Στίχοι:Λευτέρης Παπαδόπουλος)
    ※  και τραγουδάν και ξεφαντώνουνε / μεθυσμενάκια, μες στις στράτες, (ποίημα Τα Σαββατόβραδα, Ναπολέων Λαπαθιώτης)
    ※  Τα δυό μεθυσμενάκια θέλουν να πάη το ταξί από την οδό Φιλελλήνων. (εφημερίδα Εβδομάς, 1929) [1]
    ※  απέναντί της ένα συμπαθητικό μεθυσμενάκι, Καλαμιωτάκι ερωτευμένο... (Αλέκος Λιδωρίκης, εφημερίδα Ακρόπολις, 1935) [2]

Πηγές[επεξεργασία]