μεθυστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεθυστικός η μεθυστική το μεθυστικό
      γενική του μεθυστικού της μεθυστικής του μεθυστικού
    αιτιατική τον μεθυστικό τη μεθυστική το μεθυστικό
     κλητική μεθυστικέ μεθυστική μεθυστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεθυστικοί οι μεθυστικές τα μεθυστικά
      γενική των μεθυστικών των μεθυστικών των μεθυστικών
    αιτιατική τους μεθυστικούς τις μεθυστικές τα μεθυστικά
     κλητική μεθυστικοί μεθυστικές μεθυστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεθυστικός < αρχαία ελληνική μεθυστικός < μεθύω < μέθυ

Επίθετο[επεξεργασία]

μεθυστικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]