μεθόρμισις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεθόρμισις (μαρτυρείται από το 1895) [1] < μεθορμί(ζω) + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεθόρμισις, -εως θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 633, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου