μειδίαμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μειδίαμα < (διαχρονικό) ελληνιστική κοινή μειδίαμα[1] < μειδιῶ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /miˈði.a.ma/
- συλλαβισμός : μει‐δί‐α‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μειδίαμα ουδέτερο
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μειδίαμα
→ δείτε τη λέξη χαμόγελο |
[επεξεργασία]
- ↑ «μειδίαμα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.