μειλίχιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μειλίχιος < αρχαία ελληνική μειλίσσω
Επίθετο
[επεξεργασία]μειλίχιος, -α, -ο
- που χαρακτηρίζεται από γλυκύτητα στους τρόπους
- μειλίχιο χαμόγελο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Μείλιχος στη Βικιπαίδεια