μειξοπάρθενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μειξοπάρθενος < αρχαία ελληνική μιξοπάρθενος
Επίθετο[επεξεργασία]
μειξοπάρθενος
- για άτομο (συνήθως γυναίκα) που ανατομικά είναι παρθένο, αλλά έχει διάφορες κρυφές σεξουαλικές εμπειρίες
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μειξοπάρθενος
|