μειοδοτώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]μειοδοτώ
- δίνω την πιο χαμηλή τιμή σε κάποιο μειοδοτικό διαγωνισμό ή σε μία δημοπρασία
- Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης είναι από τα μεγαλύτερα θύματα αυτών των διαγωνισμών. Η εταιρεία που μειοδότησε προσφέροντας έκπτωση 30% σε σχέση με την αμέσως επομένη κατέφυγε στις πρακτικές που μόλις περιγράψαμε: καθυστερήσεις, απόρριψη μελετών, εκτέλεση μόλις του 10% των εργασιών. (*)
- (μεταφορικά) υπολείπομαι, υστερώ, δεν απαιτώ όσο πρέπει
- Οι συνδικαλιστές (...) είναι χωρισμένοι στα δύο. (...) Εν όψει του συνεδρίου (...) κανείς δεν επιθυμεί να του καταλογισθεί ότι μειοδότησε σε αγωνιστικότητα. (*)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μειοδοτώ | μειοδοτούσα | θα μειοδοτώ | να μειοδοτώ | μειοδοτώντας | |
β' ενικ. | μειοδοτείς | μειοδοτούσες | θα μειοδοτείς | να μειοδοτείς | (μειοδότει) | |
γ' ενικ. | μειοδοτεί | μειοδοτούσε | θα μειοδοτεί | να μειοδοτεί | ||
α' πληθ. | μειοδοτούμε | μειοδοτούσαμε | θα μειοδοτούμε | να μειοδοτούμε | ||
β' πληθ. | μειοδοτείτε | μειοδοτούσατε | θα μειοδοτείτε | να μειοδοτείτε | μειοδοτείτε | |
γ' πληθ. | μειοδοτούν(ε) | μειοδοτούσαν(ε) | θα μειοδοτούν(ε) | να μειοδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μειοδότησα | θα μειοδοτήσω | να μειοδοτήσω | μειοδοτήσει | ||
β' ενικ. | μειοδότησες | θα μειοδοτήσεις | να μειοδοτήσεις | μειοδότησε | ||
γ' ενικ. | μειοδότησε | θα μειοδοτήσει | να μειοδοτήσει | |||
α' πληθ. | μειοδοτήσαμε | θα μειοδοτήσουμε | να μειοδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | μειοδοτήσατε | θα μειοδοτήσετε | να μειοδοτήσετε | μειοδοτήστε | ||
γ' πληθ. | μειοδότησαν μειοδοτήσαν(ε) |
θα μειοδοτήσουν(ε) | να μειοδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μειοδοτήσει | είχα μειοδοτήσει | θα έχω μειοδοτήσει | να έχω μειοδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μειοδοτήσει | είχες μειοδοτήσει | θα έχεις μειοδοτήσει | να έχεις μειοδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μειοδοτήσει | είχε μειοδοτήσει | θα έχει μειοδοτήσει | να έχει μειοδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μειοδοτήσει | είχαμε μειοδοτήσει | θα έχουμε μειοδοτήσει | να έχουμε μειοδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μειοδοτήσει | είχατε μειοδοτήσει | θα έχετε μειοδοτήσει | να έχετε μειοδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μειοδοτήσει | είχαν μειοδοτήσει | θα έχουν μειοδοτήσει | να έχουν μειοδοτήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μειοδοτώ