μειοψηφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μειοψηφία οι μειοψηφίες
      γενική της μειοψηφίας των μειοψηφιών
    αιτιατική τη μειοψηφία τις μειοψηφίες
     κλητική μειοψηφία μειοψηφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μειοψηφία < σύντμηση της λέξης μειονοψηφία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μειοψηφία θηλυκό

  • το υποσύνολο ομάδας που δεν περιλαμβάνει περισσότερα από τα μισά μέλη του ευρύτερου συνόλου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]