μειοψηφία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μειοψηφία < σύντμηση της λέξης μειονοψηφία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μειοψηφία θηλυκό
- το υποσύνολο ομάδας που δεν περιλαμβάνει περισσότερα από τα μισά μέλη του ευρύτερου συνόλου