μειώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μειώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μειώνω
- θα μειώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μειώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μειώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μείωση