μελάνιασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μελάνιασμα τα μελανιάσματα
      γενική του μελανιάσματος των μελανιασμάτων
    αιτιατική το μελάνιασμα τα μελανιάσματα
     κλητική μελάνιασμα μελανιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μελάνιασμα < μελανιάζω + -μα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /meˈla.ɲa.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐λά‐νια‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μελάνιασμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]