μελίμηλον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελίμηλον < (ελληνιστική κοινή) μέλι + μῆλον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελίμηλον ουδέτερο
- Είδος μηλιάς
- Μηλιά μπολιασμένη σε κορμό κυδωνιάς
- Ποτό από μήλο ή κυδώνι