μελίσσιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μελίσσιον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μελίσσιον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική μέλισσα [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μελίσσιον ουδέτερο

  1. (περιληπτικό) σμήνος από μέλισσες
  2. κυψέλη όπου ζουν μέλισσες → δείτε το νεοελληνικό μελίσσι

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μέλισσα

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μελίσσιον τὰ μελίσσι
      γενική τοῦ μελισσίου τῶν μελισσίων
      δοτική τῷ μελισσί τοῖς μελισσίοις
    αιτιατική τὸ μελίσσιον τὰ μελίσσι
     κλητική ! μελίσσιον μελίσσι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μελισσίω
γεν-δοτ τοῖν  μελισσίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μελίσσιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μέλισσ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μελίσσιον ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]