μελαίνω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μελαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μελαίνω < μέλας
Ρήμα
[επεξεργασία]μελαίνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μελαίνω
|
μελαίνω
|