μελαγχολικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μελαγχολικῶς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μελαγχολικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μελαγχολικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε μελαγχολικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

μελαγχολικώς

Πηγές[επεξεργασία]