μελανηφορώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελανηφορώ < ελληνιστική κοινή μελανηφορέω / μελανηφορῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
μελανηφορώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μελανηφόρος
- → δείτε τις λέξεις μέλας και φορώ
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μελανηφοράω - μελανηφορώ | μελανηφορούσα | θα μελανηφοράω - μελανηφορώ | να μελανηφοράω - μελανηφορώ | μελανηφορώντας | |
β' ενικ. | μελανηφοράς | μελανηφορούσες | θα μελανηφοράς | να μελανηφοράς | μελανηφόρα - μελανηφόραγε | |
γ' ενικ. | μελανηφοράει - μελανηφορά | μελανηφορούσε | θα μελανηφοράει - μελανηφορά | να μελανηφοράει - μελανηφορά | ||
α' πληθ. | μελανηφοράμε - μελανηφορούμε | μελανηφορούσαμε | θα μελανηφοράμε - μελανηφορούμε | να μελανηφοράμε - μελανηφορούμε | ||
β' πληθ. | μελανηφοράτε | μελανηφορούσατε | θα μελανηφοράτε | να μελανηφοράτε | μελανηφοράτε | |
γ' πληθ. | μελανηφοράν(ε) - μελανηφορούν(ε) | μελανηφορούσαν(ε) | θα μελανηφοράν(ε) - μελανηφορούν(ε) | να μελανηφοράν(ε) - μελανηφορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μελανηφόρησα | θα μελανηφορήσω | να μελανηφορήσω | μελανηφορήσει | ||
β' ενικ. | μελανηφόρησες | θα μελανηφορήσεις | να μελανηφορήσεις | μελανηφόρα - μελανηφόρησε | ||
γ' ενικ. | μελανηφόρησε | θα μελανηφορήσει | να μελανηφορήσει | |||
α' πληθ. | μελανηφορήσαμε | θα μελανηφορήσουμε | να μελανηφορήσουμε | |||
β' πληθ. | μελανηφορήσατε | θα μελανηφορήσετε | να μελανηφορήσετε | μελανηφορήστε | ||
γ' πληθ. | μελανηφόρησαν μελανηφορήσαν(ε) |
θα μελανηφορήσουν(ε) | να μελανηφορήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μελανηφορήσει | είχα μελανηφορήσει | θα έχω μελανηφορήσει | να έχω μελανηφορήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μελανηφορήσει | είχες μελανηφορήσει | θα έχεις μελανηφορήσει | να έχεις μελανηφορήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μελανηφορήσει | είχε μελανηφορήσει | θα έχει μελανηφορήσει | να έχει μελανηφορήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μελανηφορήσει | είχαμε μελανηφορήσει | θα έχουμε μελανηφορήσει | να έχουμε μελανηφορήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μελανηφορήσει | είχατε μελανηφορήσει | θα έχετε μελανηφορήσει | να έχετε μελανηφορήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μελανηφορήσει | είχαν μελανηφορήσει | θα έχουν μελανηφορήσει | να έχουν μελανηφορήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μελανηφορώ
|