μελανοδοχεῖον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | μελανοδοχεῖον | μελανοδοχείω | μελανοδοχεῖα |
Γενική | μελανοδοχείου | μελανοδοχείοιν | μελανοδοχείων |
Δοτική | μελανοδοχείῳ | μελανοδοχείοιν | μελανοδοχείοις |
Αιτιατική | μελανοδοχεῖον | μελανοδοχείω | μελανοδοχεῖα |
Κλητική | μελανοδοχεῖον | μελανοδοχείω | μελανοδοχεῖα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελανοδοχεῖον < αρχαία ελληνική μέλας + ελληνιστική κοινή δοχεῖον (< αρχαία ελληνική δέχομαι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελανοδοχεῖον ουδέτερο