μελικουκιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μελικουκιά | οι | μελικουκιές |
γενική | της | μελικουκιάς | των | μελικουκιών |
αιτιατική | τη | μελικουκιά | τις | μελικουκιές |
κλητική | μελικουκιά | μελικουκιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελικουκιά θηλυκό
- (δέντρο) φυλλοβόλο δένδρο της οικογένειας των Κανναβοειδών (είδος Celtis australis) που ευδοκιμεί στην Νότια Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική και τη Μικρά Ασία
- ※ Η Φρόσω καθισμένη κάτω από τη μελικοκκιά κεντούσε και κοίταζε τα σύννεφα. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- Κέλτις η νότια (Celtis australis)
- κουτσομηλιά
- μπορμποτσιλιά
- μπλοκοκιά (ιδιωματικό, Λευκάδα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μελικουκιά
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δέντρα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)