μελισσουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελισσουργία θηλυκό
- η ενασχόληση με τα προϊόντα που προέρχονται από μέλισσες
- ο τομέας της παραγωγής μελιού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μελισσουργία
|