μελισσουργία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μελισσουργία οι μελισσουργίες
      γενική της μελισσουργίας των μελισσουργιών
    αιτιατική τη μελισσουργία τις μελισσουργίες
     κλητική μελισσουργία μελισσουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μελισσουργία < μέλισσ(α) + -ουργία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μελισσουργία θηλυκό

  • η ενασχόληση με τα προϊόντα που προέρχονται από μέλισσες
  • ο τομέας της παραγωγής μελιού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]