μελισσόκηπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μελισσόκηπος οι μελισσόκηποι
      γενική του μελισσόκηπου των μελισσόκηπων
    αιτιατική τον μελισσόκηπο τους μελισσόκηπους
     κλητική μελισσόκηπε μελισσόκηποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μελισσόκηπος < μελισσό- + -κηπος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.liˈso.ci.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐λισ‐σό‐κη‐πος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μελισσόκηπος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)