μελιτοφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μελιτοφόρος η μελιτοφόρος
μελιτοφόρα
το μελιτοφόρο
      γενική του μελιτοφόρου της μελιτοφόρου
μελιτοφόρας
του μελιτοφόρου
    αιτιατική τον μελιτοφόρο τη μελιτοφόρο
μελιτοφόρα
το μελιτοφόρο
     κλητική μελιτοφόρε μελιτοφόρε
μελιτοφόρα
μελιτοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελιτοφόροι οι μελιτοφόροι
μελιτοφόρες
τα μελιτοφόρα
      γενική των μελιτοφόρων των μελιτοφόρων των μελιτοφόρων
    αιτιατική τους μελιτοφόρους τις μελιτοφόρους
μελιτοφόρες
τα μελιτοφόρα
     κλητική μελιτοφόροι μελιτοφόροι
μελιτοφόρες
μελιτοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μελιτοφόρος < μέλιτ(ος) + -ο- + -φόρος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.li.toˈfo.ɾos/

Επίθετο[επεξεργασία]

μελιτοφόρος, -ος, -ος

  1. που φέρει μέλι, που παράγει μέλι
  2. που περιέχει νέκταρ (αφορά λουλούδια)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]