μελιχρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μελιχρός η μελιχρή το μελιχρό
      γενική του μελιχρού της μελιχρής του μελιχρού
    αιτιατική τον μελιχρό τη μελιχρή το μελιχρό
     κλητική μελιχρέ μελιχρή μελιχρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελιχροί οι μελιχρές τα μελιχρά
      γενική των μελιχρών των μελιχρών των μελιχρών
    αιτιατική τους μελιχρούς τις μελιχρές τα μελιχρά
     κλητική μελιχροί μελιχρές μελιχρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μελιχρός < αρχαία ελληνική μελιχρός < μέλι + -χρός

Επίθετο[επεξεργασία]

μελιχρός, -ή, -ό

  1. (λογοτεχνικό) που έχει το χρώμα του μελιού
     συνώνυμα: μελής
    μελιχρός (χρώμα):   
    Ἀλλὰ τὸ μελιχρὸν φέγγος ἐπέχριε μόνον τὰς στέγας τῶν οἰκιῶν καὶ τὸ διενέμοντο, ὡς πενιχρὰν κληρονομίαν, τὰ δωμάτια, τὰ μπαλκόνια καὶ οἱ γάστρες τῶν ἀνθέων. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αμαρτίας φάντασμα)
  2. (μεταφορικά) που είναι γλυκός σαν μέλι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]