μελιχρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μελιχρός | η | μελιχρή | το | μελιχρό |
γενική | του | μελιχρού | της | μελιχρής | του | μελιχρού |
αιτιατική | τον | μελιχρό | τη | μελιχρή | το | μελιχρό |
κλητική | μελιχρέ | μελιχρή | μελιχρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μελιχροί | οι | μελιχρές | τα | μελιχρά |
γενική | των | μελιχρών | των | μελιχρών | των | μελιχρών |
αιτιατική | τους | μελιχρούς | τις | μελιχρές | τα | μελιχρά |
κλητική | μελιχροί | μελιχρές | μελιχρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μελιχρός < αρχαία ελληνική μελιχρός < μέλι + -χρός
Επίθετο
[επεξεργασία]μελιχρός, -ή, -ό
- (λογοτεχνικό) που έχει το χρώμα του μελιού
- ≈ συνώνυμα: μελής
μελιχρός (χρώμα): - Ἀλλὰ τὸ μελιχρὸν φέγγος ἐπέχριε μόνον τὰς στέγας τῶν οἰκιῶν καὶ τὸ διενέμοντο, ὡς πενιχρὰν κληρονομίαν, τὰ δωμάτια, τὰ μπαλκόνια καὶ οἱ γάστρες τῶν ἀνθέων. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αμαρτίας φάντασμα)
- (μεταφορικά) που είναι γλυκός σαν μέλι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μελιχρά
- μελιχρότητα
- → δείτε τη λέξη μέλι