μελλοντολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελλοντολογικός < μελλοντολόγ(-ος) + -ικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελλοντολογικός θηλυκό
- ο ειδικός που διερευνά επιστημονικά και κατά το δυνατόν τεκμηριωμένα τα πιθανά σενάρια του μέλλοντος, τις λογικά πιθανότερες εξελίξεις, ανάλογα και σύμφωνα με τις τάσεις του παρόντος και με βάση τις γνώσεις του παρελθόντος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μελλοντολογικός