μελλοντολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελλοντολόγος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική futurologist. Αναλύεται σε (μέλλον) μελλοντ- + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελλοντολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επιστήμονας που ασχολείται με τη μελλοντολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μελλοντολόγος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)