μελοδραματοποιός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μελοδραματοποιός < μελοδράματ(ος) + -ο- + -ποιός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.lo.ðɾa.ma.to.piˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λο‐δρα‐μα‐το‐ποι‐ός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μελοδραματοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που δημιουργεί μελοδράματα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μελοδραματοποιός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποιός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)