μελύδριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μελύδριον | τὰ | μελύδριᾰ |
γενική | τοῦ | μελυδρίου | τῶν | μελυδρίων |
δοτική | τῷ | μελυδρίῳ | τοῖς | μελυδρίοις |
αιτιατική | τὸ | μελύδριον | τὰ | μελύδριᾰ |
κλητική ὦ! | μελύδριον | μελύδριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μελυδρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μελυδρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελύδριον < μέλος + υποκοριστικό επίθημα -ύδριον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελύδριον ουδέτερο
- μικρό μέλος του σώματος
- Ἀβιάστως διαζῆσαι ἐν πλείστῃ θυμηδίᾳ, κἂν πάντες καταβοῶσιν ἅτινα βούλονται, κἂν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῦ περιτεθραμμένου τούτου φυράματος. (Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν, 7, 68, 1, 1-3)
- τραγουδάκι
- Μοῦσαι, δεῦρ' ἴτ' ἐπὶ τοὐμὸν στόμα, / μελύδριον εὑροῦσαί τι τῶν ᾿Ιωνικῶν. (Αριστοφάνης, Εκκλησιάζουσες, 882-883)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ύδριον (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)