μεμψιμοιρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μεμψιμοιρῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεμψιμοιρώ < ελληνιστική κοινή μεμψιμοιρέω / μεμψιμοιρῶ < μεμψίμοιρος

Ρήμα[επεξεργασία]

μεμψιμοιρώ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]