Μετάβαση στο περιεχόμενο

μεν

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεν < αρχαία ελληνική μέν < πρωτοελληνική *hmén < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *smé

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmen/

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

μεν

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]