μενδελισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μενδελισμός οι μενδελισμοί
      γενική του μενδελισμού των μενδελισμών
    αιτιατική τον μενδελισμό τους μενδελισμούς
     κλητική μενδελισμέ μενδελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μενδελισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mendélisme < γερμανική Gregor Mendel < Meindl < Mein < πρωτογερμανική *maganą (μπορώ, είμαι δυνατός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μενδελισμός αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]