μενεξελί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μενεξεδί

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μενεξελί < μενεξελ(ής) + < μενεξές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.ne.kseˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐νε‐ξε‐λί
παρώνυμο: μενεξεδί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μενεξελί ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

μενεξελί άκλιτο

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μενεξελί