μενσεβίκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μενσεβίκος οι μενσεβίκοι
      γενική του μενσεβίκου των μενσεβίκων
    αιτιατική τον μενσεβίκο τους μενσεβίκους
     κλητική μενσεβίκε μενσεβίκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μενσεβίκος < (άμεσο δάνειο) ρωσική меньшинство (μενσινστβό, μειοψηφία)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μενσεβίκος αρσενικό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]